- τζίτζικας
- τζίτζιραςό, τζίτζίκι τό цикада; стрекоза (тк в басне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζίτζικας — τζίτζικας, ο και τζιτζίκι, το ιού, έντομο που το καλοκαίρι ακούγεται στα δέντρα με φωνή τζι τζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
τζιτζίκι — το, Ν ζωολ. α) ο τζίτζικας β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού τής οικογένειας callionymidae τής τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
ζίζικας — ο τζίτζικας … Dictionary of Greek
ισόγραφος — η, ο και ισογράφος, ον (Α ἰσόγραφος, ον και ἰσογράφος, ον) αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον αντίγραφο, ισογραφία* 2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού… … Dictionary of Greek
τεττίγιον — τὸ, Α [τέττιξ, ιγος] 1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας 2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ … Dictionary of Greek
τζίτζιρας — ο, Ν ο τζίτζικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τίτυρος*, κατ επίδραση τού ήχου τζι τζι] … Dictionary of Greek